rem
εξόριστη
ανάμεσα
σε όνειρο και εφιάλτη
καταλήγω
αναγράφω
το λήμμα της κάθειρξης της νυχτός
rem
θα πει
πως
έχω επαφή με τη διαίσθηση
αν
ξυπνήσω σχεδόν αμέσως μετά το όνειρο
κουβαλάω
στην πλάτη το τσεκούρι που μου φύτεψε
κόβομαι
όλη μέρα σε φλούδες
μια
δέσμη άγραφο χαρτί
τόσο
σκοτάδι από μέσα
μα
πήγε κιόλας μεσημέρι
κι
αυτή η αίσθηση, φερμένη απ’ του ύπνου τα σαγόνια
ορίζει
πως κάτι ακόμα της μέρας πρέπει πικρά να φαγωθεί
ενδίδω
ταριχεύω
τα πτώματα
συντηρώ
τον στοχασμό
πώς
κερδίζεται η μάχη
αν
ο πόλεμος έχει πια τελειώσει;
rem
exilada
entre o pesadelo e o
sonho
escrevo o limiar do
encarceramento noturno
Rem dirá que sou
intuitiva
se acordar quase de
imediato
depois do sonho
ainda tenho nas
costas
o machado que me
plantou
todo o dia eu cortei às
tiras
uma confusão de papel
em branco
tão escuro por dentro
sendo meio-dia
este sentimento
trazido das
mandíbulas do sono
determina que algo
mais
deve ser comido hoje
com amargura
rindo
embalsamo
os cadáveres